εκφλογωσις

εκφλογωσις
    ἐκφλόγωσις
    ἐκ-φλόγωσις
    -εως ἥ зажигание, воспламенение Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εκφλογωσις" в других словарях:

  • εκφλόγωσις — ἐκφλόγωσις, η (AM) ανάφλεξη, εκπύρωση αρχ. 1. το αντίθετο προς τη λαβή άκρο τής δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται 2. ιατρ. φλόγωση, φλεγμονή τού σώματος (ολόκληρου ή μέρους του) …   Dictionary of Greek

  • ἐκφλόγωσις — upper part of a torch fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφλογώσεις — ἐκφλόγωσις upper part of a torch fem nom/voc pl (attic epic) ἐκφλόγωσις upper part of a torch fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφλόγωσιν — ἐκφλόγωσις upper part of a torch fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφλογώσεως — ἐκφλογώσεω̆ς , ἐκφλόγωσις upper part of a torch fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»